γουφάρι

γουφάρι
τό
1) амия (рыба); 2) пресноводная рыба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γουφάρι" в других словарях:

  • γουφάρι — το είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γοφάρι ή γουφάρι — Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των καρανγκιδών, της τάξης των περκομόρφων. Το επιμήκες σώμα του (μέγιστο μήκος 85 εκ.) καλύπτεται από κυκλοειδή λέπια με χρώμα μολύβδινο ή αργυρό. Το κάτω σαγόνι του ρύγχους του είναι μεγαλύτερο από το επάνω, το… …   Dictionary of Greek

  • луфарь — мелкая рыба, похожая на сельдь, Lichia аmiа , южн. (Даль). Из нов. греч. λουφάρι, γουφάρι – то же (Гофман–Иордан 257); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 117. О греч. слове см. Г. Майер, Türk. St. 1, 24 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • γοφάρι — και γουφάρι και γκιφάρι, το (Μ γομφάριον και γουφάριον) ονομασία τού ψαριού αμία ή τεμνόδους ο πηδητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. τού αρχ. γόμφος] …   Dictionary of Greek

  • λουφάρι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του είδουςPomatomus saltator, της οικογένειας των ποματιδών, της τάξης των περκομόρφων. Έχει μακρύ και πεπιεσμένο σώμα με μικρά, κυκλοειδή λέπια· η κάτω γνάθος είναι μακρύτερη και προεξέχει από την επάνω. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • τεμνόδους — οντος, ο, Ν ζωολ. παλαιά ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής οικογένειας σκομβρίδες, κν. γουφάρι ή πηδητής …   Dictionary of Greek

  • τρώκτης — ο, ΝΜΑ, και ανώμαλος τ. θηλ. τρωκτίς, ίδος, Μ [τρώγω] αυτός που ροκανίζει κάτι νεοελλ. 1. καταχραστής 2. κερδοσκόπος μσν. τρώγλη αρχ. 1. θαλάσσιο ψάρι με κοφτερά δόντια, αμία*, γουφάρι 2. ως επίθ. άπληστος 3. μτφ. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και… …   Dictionary of Greek

  • λουφάρι — το το γουφάρι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»